- σαμψουχίζω
- και, δ. γρφ., σαμψυχίζω Α [σάμψουχον / σάμψυχον]1. μοιάζω με το φυτό σάμψουχον* («σαμψουχίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.)2. παθ. σαμψουχίζομαιμυρίζω όπως το φυτό σάμψουχον*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμψουχίζεται — σαμψουχίζω resemble marjoram pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίζων — σαμψουχίζω resemble marjoram pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)